- Ανάσταση του Λαζάρου
- Лазаровото воcкреcение
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει … Dictionary of Greek
Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
λάζαρος — I (; – 1368). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1334 68). Διαδέχθηκε τον Αθανάσιο Γ’ και αγωνίστηκε μαζί με την Αγιοταφική Αδελφότητα για τη διατήρηση της ελληνικής κυριότητας στα προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ. Την περίοδο της πατριαρχίας του εγκαταστάθηκαν… … Dictionary of Greek
Φρομάν, Νικολά — (Froment). Γάλλος ζωγράφος. Εργάστηκε στη νότια Γαλλία, αλλά είναι άγνωστο πότε γεννήθηκε και πότε πέθανε. Η περίοδος, ωστόσο, της ζωγραφικής δραστηριότητάς του καλύπτει το χρονικό διάστημα μεταξύ 1450 και 1490. Από τα έργα του, τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Βάγκα, Περίνο ντελ- — (Perino del Vaga, 1500 1547). Ιταλός ζωγράφος. Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον άσημο ζωγράφο Αντρέα ντε Τσέρι και στη συνέχεια μαθήτευσε στο εργαστήριο του Ριντόλφο Γκιρλαντάγιο, όπου προκάλεσε το ενδιαφέρον του ονομαστού εκείνη την… … Dictionary of Greek
Σάκι, Αντρέα — (Sacchi). Ιταλός ζωγράφος (Νετούντο 1599 – Ρώμη 1661). Μαθητής του Φ. Άλμπανι, ακολούθησε την τεχνοτροπία των Μπολονέζων, άκουσε όμως και τη διδασκαλία των Βενετσιάνων. Ήταν θερμός θαυμαστής του Ραφαήλ και κατείχε σημαντική θέση στο καλλιτεχνικό… … Dictionary of Greek
Σεμπαστιάνο ντελ Πιόμπο — (Sebastiano del Piombo). Ιταλός ζωγράφος, που ανήκε στην Ενετική Σχολή (1485 1547). Αρχικά ασχολήθηκε με τη μουσική, αλλά σύντομα κατανόησε ότι η μόνη τέχνη που τον συγκινούσε ήταν η ζωγραφική. Υπήρξε μαθητής του Μπελίνι και του Τζιορτζιόνε. Τα… … Dictionary of Greek
Φλάντες ή Φλάντρε, Χουάν ντε- — (Flandes, περ. 1465 – 1519). Ζωγράφος φλαμανδικής καταγωγής, που έδρασε στην Ισπανία. Από το 1496 έως το 1504 τελούσε στην υπηρεσία της Ισαβέλλας της Καθολικής, ύστερα εργάστηκε στη Σαλαμάγκα και από το 1509 στη Βαλέντσια. Οι 15 μικροί πίνακες… … Dictionary of Greek